- καταντηστιν
- κατάντηστινκατ-άντηστινчаще κατ΄ ἄντηστιν adv. прямо напротив Hom.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κατάντηστιν — (Α) επίρρ. απέναντι, καταντικρύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατ ἄντηστιν, αιτ. τού ουσ. ἄντηστις «αντίσταση»] … Dictionary of Greek
κατάντηστιν — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)